- βεβήλωση
- ηη προσβολή με τρόπο ανίερο, η μίανση: Η δημοσίευση της προσωπικής του ζωής είχε ως αποτέλεσμα τη βεβήλωση της καλής του φήμης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βεβήλωση — η (AM βεβήλωσις) [βεβηλώ] το να βεβηλώνει, να μιαίνει κάποιος κάτι ιερό ή σεβαστό … Dictionary of Greek
βεβηλώσῃ — βεβηλώσηι , βεβήλωσις profanation fem dat sg (epic) βεβηλόω profane aor subj mid 2nd sg βεβηλόω profane aor subj act 3rd sg βεβηλόω profane fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ορεστειακά — Έτσι ονομάστηκαν τα αιματηρά επεισόδια που έγιναν τον Νοέμβριο του 1903 στην Αθήνα, όταν το Βασιλικό θέατρο ανέβασε την Ορέστεια του Αισχύλου, μεταφρασμένη σε απλή νεοελληνική γλώσσα από τον καθηγητή του πανεπιστημίου Γεώργιο Σωτηριάδη. Ο άκρως… … Dictionary of Greek
έρση — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις κόρες του Κέκροπα, η οποία εκπροσωπούσε την πρωινή δροσιά. Ο Ερμής την αγάπησε παράφορα και ζήτησε τη βοήθεια της αδελφής της, αλλά η Αθηνά στάλαξε στην ψυχή της τελευταίας το δηλητήριο της ζηλοτυπίας, για να … Dictionary of Greek
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek
μίανση — η (Α μίανσις) [μιαίνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μιαίνω, βεβήλωση, μαγάρισμα 2. μόλυνση, ρύπανση 3. μτφ. ηθική μόλυνση … Dictionary of Greek
μιαρότητα — Η (Α μιαρότης) [μιαρός] το να είναι κανείς μιαρός, αισχρότητα, ανιερότητα, ανοσιότητα νεοελλ. 1. βεβήλωση 2. μτφ. μόλυνση … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Πάολο Ουτσέλο, Πάολο ντι Ντόνο, ο επονομαζόμενος– — (Uccello, Πρατοβέκιο, Φλωρεντία 1397 – Φλωρεντία 1475). Ιταλός ζωγράφος. Το 1407 ήταν βοηθός του Γκιμπέρτι και πιθανόν μαθητής του Γκεράρντο Σταρνίνα. Από το 1425 μέχρι το 1430 βρισκόταν στη Βενετία και κατασκεύασε μαζί με άλλους ψηφιδωτά για τη… … Dictionary of Greek
ανόσιος — α, ο επίρρ. α ανίερος, ασεβής, αποτρόπαιος: Η βεβήλωση ενός ιερού είναι πράξη ανόσια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)